Π ριν 3,5 χρόνια βρέθηκα μόνος με τη μηχανή μου στη Νάπολι της Ιταλίας… Ένα μοναχικό ταξίδι που μετατράπηκε σε μοναχικό μετά από μια ρήξη, θα τη λέγαμε, σε μια σχέση, αλλά και «το καλύτερο ταξίδι της ζωής μου» όπως συνηθίζω να λέω.
Πριν φύγω, αποφάσισα ότι θα τρέξω στο Βεζούβιο. Μελέτησα την περιοχή, έστειλα και ένα email που η τοπική Δασική Υπηρεσία θεωρεί απαραίτητο, με τις ώρες και την ημέρα που θα μπεις στο βουνό-ηφαίστειο και όταν ήρθε η μέρα, έβγαλα από τις βαλίτσες της μηχανής τα παπούτσια για το ορεινό τρέξιμο, τα παγούρια και ένα σακιδιάκι.
Το 15Αύγουστο η ζέστη δεν αστειεύεται στη Νότια Ιταλία και μάλιστα σε ένα μέρος που δύσκολα φυτρώνει το οτιδήποτε. Ξεκίνησα σχετικά νωρίς και πήγα στη νότια πλευρά του ηφαιστείου. Σε γενικές γραμμές βρήκα πολλές πληροφορίες, αλλά όταν δεν ξέρεις το τερέν σίγουρα τα πράγματα διαφέρουν.
Η βόρεια και δυτική πλευρά, ουσιαστικά, προσφέρουν πρόσβαση στους τουρίστες τους οποίους στοιβάζουν σε πουλμανάκια για να πάνε στην κορυφή, στον κρατήρα. Non per me!
Όλο το σύστημα, με την προφανή δικαιολογία ότι πρόκειται για ένα ενεργό ηφαίστειο, ελέγχει τους τουρίστες, οι οποίοι πληρώνουν εισιτήριο, καθώς η ανάβαση και η είσοδος με άλλο τρόπο είναι για τύπους που διαβάζουν το Terra Magazine. Με λίγο ψάξιμο θα βρείτε itinerari εδώ εφόσον θέλετε να επισκεφθείτε την περιοχή.
Πέρασα το χωριό Ottaviano και άρχισα να ανηφορίζω. Το ιδανικό σημείο έχει μια ταβέρνα και ένα μεγάλο parking όπου και ξεκίνησα από άσφαλτο την ανάβαση. Γρήγορα μετατράπηκε σε δασικό δρόμο με ευδιάκριτα σύμβολα και καλοδιατηρημένες ταμπέλες. Ιδιαίτερα κουραστική κατάσταση, καθώς είχε αρκετή ζέστη.
Σε μια στροφή συναντώ μια περίπολο, ένα τζιπ με δύο ταλαίπωρους φαντάρους. Ciao come sta και τα λοιπά και τους ζητάω λίγο aqua. Μεταξύ τους λένε Spagnolo αλλά δεν θα άφηνα την τιμή στους Ισπανούς και τους λέω ότι είμαι Έλληνας.
Συνεχίζω και σιγά σιγά φτάνω σε ένα πλάτωμα όπου ξεκινούσε καμένο δάσος, κάτι που έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Παντού στάχτη και καμένα δέντρα.
Σε μια διασταύρωση πετυχαίνω μια ομάδα ποδηλατών που μου λένε ότι προφανώς a destra είναι η κορυφή, καθώς a sinistra είναι η θάλασσα! Γελάσαμε όλοι και συνέχισα. Τα πάντα μαύρα και το έδαφος σαν πούδρα με το πόδι να σηκώνει τέφρα και σκόνη. Ένα καταφύγιο και σημείο συγκέντρωσης ήταν κλειστό με πλήρεις οδηγίες για το τι να κάνει κανείς σε περίπτωση έκρηξης. Η σήμανση παρούσα και πάλι, με το μονοπάτι που πήγαινε στην κορυφή να είναι καλοδιατηρημένο με κορμούς δέντρων για σκαλοπάτια.
Το θέαμα είναι μαγικό, καθώς ο κρατήρας «φωνάζει» για καταστροφή και βία, μαύρος, βαθύς, μυστηριακός, ενώ λίγα χιλιόμετρα μακριά, η Νάπολι στέκει μαγική, περίεργη, γαλάζια.
Φτάνοντας στην κορυφή, δεν περίμενα να βρω ένα σκοινάκι που «απαγόρευε» την είσοδο. Ένα κιόσκι σαν περίπτερο και ένας αυστηρός κύριος σαν τον Φλάβιο Μπριατόρε με αρχίζει στα ιταλικά ότι «τι δουλειά έχεις από εδώ;» και «απαγορεύεται». Του εξηγώ ότι δεν μπήκα παράνομα και ότι έχω στείλει email στη δασική υπηρεσία, κάτι που μπορούσα να αποδείξω. Ειρωνεύτηκαν λίγο, ότι δεν έκοψα εισιτήριο για να κάνω οικονομία, αλλά με άφησαν για 5 λεπτά να δω τον κρατήρα και τη Νάπολι από ψηλά.
Το θέαμα είναι μαγικό, καθώς ο κρατήρας «φωνάζει» για καταστροφή και βία, μαύρος, βαθύς, μυστηριακός, ενώ λίγα χιλιόμετρα μακριά, η Νάπολι στέκει μαγική, περίεργη, γαλάζια. Ξεχάστηκα και άρχισαν τις φωνές! Ο Μπριατόρε έρχεται και του λέω την κλασική φράση «Να δω τη Νάπολι και ας πεθάνω» και αρχίζει να γελάει, κάνοντας την κίνηση «άντε ατιμούτσικο». Τους πήρα και ένα νερό δωρεάν και κατέβηκα με τρελό ρυθμό μέχρι τη μηχανή με τη ζέστη να με ψήνει στο μαύρο τοπίο.
Για την ιστορία, έκανα 14,5 χλμ με 950 μέτρα υψομετρικής!
Η ανταμοιβή μου ήταν μια πίτσα σε ένα χωριό στους πρόποδες του Βεζούβιου, πριν πάω να πάρω το εισιτήριο μου για τον αγώνα Champions League Νάπολι-Νίκαια που θα παιζόταν την επόμενη ημέρα στο «Sao Paolo».